- νεφελόμετρο
- το(μετεωρ.-χημ.) όργανο για τη μέτρηση τής έντασης τών φωτεινών ακτίνων οι οποίες διαχέονται πλευρικώς από ένα υγρό που φέρει τεμαχίδια ουσιών εν αιωρήσει, με αποτέλεσμα να λαμβάνεται έτσι ένα μέτρο τής θολότητας τού διαλύματος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. nephelometre (< νεφέλη + μέτρο).
Dictionary of Greek. 2013.